Kiinnittää στα ελληνικά

Μετάφραση: kiinnittää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτιάχνω, ασφαλίζω, εδραιώνω, χερσότοπος, συνδέω, κατατάσσομαι, εμφυτεύω, συνενώνω, επισυνάπτω, προσδένω, διασφαλίζω, ενώνω, περιζώνω, ενσωματώνω, πρόσφυμα, μπήγω, στερεώνω, δένω, Στερεώστε, Σφίξτε τις, fasten
Kiinnittää στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kiinnike στα ελληνικά - συνδετικός, συνδετήρας, συνδετήρα, στερέωσης, στερεώσεως, προσδετήρα
  • kiinnittyvä στα ελληνικά - ανυποχώρητος, κολλώδης, γλοιώδης, επίμονος, κολλητικός, κόλλα, κολλητική, ...
  • kiinnitys στα ελληνικά - υποθήκη, υποθηκεύω, Δανείου, υποθηκών, υποθήκης, ενυπόθηκων δανείων
  • kiinnitysköysi στα ελληνικά - βαφέας, ζωγράφος, ζωγράφου, ζωγράφο
Τυχαίες λέξεις
Kiinnittää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτιάχνω, ασφαλίζω, εδραιώνω, χερσότοπος, συνδέω, κατατάσσομαι, εμφυτεύω, συνενώνω, επισυνάπτω, προσδένω, διασφαλίζω, ενώνω, περιζώνω, ενσωματώνω, πρόσφυμα, μπήγω, στερεώνω, δένω, Στερεώστε, Σφίξτε τις, fasten