Kiinteä στα ελληνικά
Μετάφραση: kiinteä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άκαμπτος, αδιάλλακτος, άτεγκτος, αυστηρός, σταθερός, σταθερό, σταθερή, σταθερού, σταθερής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kiinnostava στα ελληνικά - ενδιαφέρων, ενδιαφέρον, ενδιαφέρουσα, ενδιαφέροντα, ενδιαφέρουσες
- kiinteys στα ελληνικά - σώμα, στερεότητα, σταθερότητα, τη σταθερότητα, στιβαρότητα, ευρωστία
- kiinteästi στα ελληνικά - σταθερά, στέρεα, σταθερώς, είναι σταθερά, στερεώνεται
- kiintokaluste στα ελληνικά - συνάντηση, φωτιστικό, εξάρτημα, προσάρτημα, εξαρτήματος, υποστήριγμα
Τυχαίες λέξεις
Kiinteä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άκαμπτος, αδιάλλακτος, άτεγκτος, αυστηρός, σταθερός, σταθερό, σταθερή, σταθερού, σταθερής
Μεταφράσεις: άκαμπτος, αδιάλλακτος, άτεγκτος, αυστηρός, σταθερός, σταθερό, σταθερή, σταθερού, σταθερής