Korrelaatio στα ελληνικά

Μετάφραση: korrelaatio, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσχέτιση, συσχετισμός, αντιστοιχίας, συσχέτισης, σχέση
Korrelaatio στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • korpraali στα ελληνικά - δεκανέας, σωματική, σωματικής, της σωματικής, η σωματική
  • korrekti στα ελληνικά - σωστός, διορθώνω, ακριβής, ορθός, σωστή, ορθή
  • korrelaatti στα ελληνικά - συσχέτιση, προηγούμενος, πρότερη, προγενέστερες, προγενέστερη, προηγηθείσα
  • korroosio στα ελληνικά - διάβρωση, διάβρωσης, στη διάβρωση, τη διάβρωση, διαβρώσεως
Τυχαίες λέξεις
Korrelaatio στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσχέτιση, συσχετισμός, αντιστοιχίας, συσχέτισης, σχέση