Kuluttaminen στα ελληνικά

Μετάφραση: kuluttaminen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατανάλωση, διάβρωση, φθίση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
Kuluttaminen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kuluttaa στα ελληνικά - ξοδεύω, καταναλώνω, καταναλώνουν, καταναλώνουμε, καταναλώσει, καταναλώνει, καταναλώνετε
  • kuluttaja στα ελληνικά - καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτές
  • kulutus στα ελληνικά - δαπάνες, φθίση, χρήση, δαπάνη, διάβρωση, κατανάλωση, χρησιμοποιώ, ...
  • kumara στα ελληνικά - κυρτός, στραβός, σκυφτός, σκύψιμο, stooping, σκύβοντας, να γυρει
Τυχαίες λέξεις
Kuluttaminen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατανάλωση, διάβρωση, φθίση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από