Kypärä στα ελληνικά
Μετάφραση: kypärä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κράνος, πηδάλιο, τιμόνι, κράνους, το κράνος, περικεφαλαία, του κράνους
Μεταφράσεις
- kypsyys στα ελληνικά - ωριμότητα, λήξη, τη λήξη, ωριμότητας, ληκτότητα
- kypsyä στα ελληνικά - ωριμάζω, βράζω, μεστώνω, ώριμος, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ...
- kyrpä στα ελληνικά - ψωλή, Dick, πουλί, πούτσο, το πουλί
- kyseenalainen στα ελληνικά - αμφίβολος, περιθωριακός, αβέβαιος, επισφαλής, αμφισβητήσιμος, αμφισβητήσιμη, αμφίβολο, ...
Τυχαίες λέξεις
Kypärä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κράνος, πηδάλιο, τιμόνι, κράνους, το κράνος, περικεφαλαία, του κράνους
Μεταφράσεις: κράνος, πηδάλιο, τιμόνι, κράνους, το κράνος, περικεφαλαία, του κράνους