Laillistaa στα ελληνικά
Μετάφραση: laillistaa, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιστοποιώ, επικυρώνω, νομιμοποιήσει, νομιμοποιήσουν, τη νομιμοποίηση, νομιμοποιηθεί, νομιμοποιεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- laillinen στα ελληνικά - νόμιμος, καθορισμένος, νομικός, νομική, νομικό, νομικά, νομικές
- laillisesti στα ελληνικά - νόμιμα, νομίμως, νομικά, νομικώς, νομική
- laillistus στα ελληνικά - νομιμοποίηση, νομιμοποίησης, επικύρωση, τη νομιμοποίηση, επικύρωσης
- laillisuus στα ελληνικά - κύρος, ισχύς, νομιμότητα, νομιμότητας, τη νομιμότητα, της νομιμότητας, νομιμότητά
Τυχαίες λέξεις
Laillistaa στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιστοποιώ, επικυρώνω, νομιμοποιήσει, νομιμοποιήσουν, τη νομιμοποίηση, νομιμοποιηθεί, νομιμοποιεί
Μεταφράσεις: πιστοποιώ, επικυρώνω, νομιμοποιήσει, νομιμοποιήσουν, τη νομιμοποίηση, νομιμοποιηθεί, νομιμοποιεί