Leivo στα ελληνικά

Μετάφραση: leivo, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορυδαλλός, ψητό, ψημένος, ψημένα, ψημένο, ψητά
Leivo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • leiskuva στα ελληνικά - επιδεικτικός, φλογώδης, επιδεικτική, επιδεικτικό, φανταχτερή
  • leiviskä στα ελληνικά - δωρεά, δώρο, χάρισμα, προικοδότηση, πεσκέσι, mina, Μίνα, ...
  • leivonen στα ελληνικά - κορυδαλλός, διασκεδάζω, σιταρήθρα, Skylark, η σιταρήθρα
  • leivos στα ελληνικά - κέικ, τούρτα, κέϊκ, πάστα, το κέικ
Τυχαίες λέξεις
Leivo στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορυδαλλός, ψητό, ψημένος, ψημένα, ψημένο, ψητά