Liki στα ελληνικά

Μετάφραση: liki, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποπνιχτικός, ουσιαστικά, πνιγηρός, περίπου, πλέον, παραλίγο, κολλητός, σχεδόν, κοντά, για, περί, κατά προσέγγιση, προσέγγιση, προσεγγιστική
Liki στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • likeinen στα ελληνικά - κοντινός, κοντά, όπως, όπως και, σαν, παρόμοια
  • likellä στα ελληνικά - επικείμενος, κοντά, κοντινός
  • likiarvo στα ελληνικά - προσέγγιση, προσεγγίσεως, προσέγγισης, την προσέγγιση
  • likipitäen στα ελληνικά - σχεδόν, παραλίγο, περίπου, προσέγγιση, κατά προσέγγιση, περίπου το
Τυχαίες λέξεις
Liki στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποπνιχτικός, ουσιαστικά, πνιγηρός, περίπου, πλέον, παραλίγο, κολλητός, σχεδόν, κοντά, για, περί, κατά προσέγγιση, προσέγγιση, προσεγγιστική