Lopetus στα ελληνικά
Μετάφραση: lopetus, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελειώνω, τέλος, περατώνω, τερματισμός, άκρο, End, λήξη, Τελικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lopettaa στα ελληνικά - ολόκληρος, καταργώ, ολοκληρώνω, τερματισμός, παύω, τέλος, τελειώνω, ...
- lopettaminen στα ελληνικά - κατάληξη, Τερματισμός, που λήγει, που έληξε, που έληξε στις
- loppu στα ελληνικά - λήξη, θάνατος, τερματισμός, τελειώνω, τέλος, κατάληξη, συμπέρασμα, ...
- loppua στα ελληνικά - παύω, τελειώνω, περατώνω, ολόκληρος, τέλος, ολοκληρώνω, άκρο, ...
Τυχαίες λέξεις
Lopetus στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελειώνω, τέλος, περατώνω, τερματισμός, άκρο, End, λήξη, Τελικού
Μεταφράσεις: τελειώνω, τέλος, περατώνω, τερματισμός, άκρο, End, λήξη, Τελικού