Lukitseminen στα ελληνικά

Μετάφραση: lukitseminen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλέγμα, ζεύξη, δίχτυ, Κλείδωμα, Ασφάλιση, κλειδώματος, ασφάλισης, Το κλείδωμα
Lukitseminen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lukio στα ελληνικά - έκτος, γυμνάσιο, γυμνασίου, λύκειο, το γυμνάσιο, λυκείου
  • lukita στα ελληνικά - φτιάχνω, κλειδαριά, αφηνιάζω, κλειδώνω, κρατιούμαι, φυλακίζομαι, κλειδώσει, ...
  • lukitus στα ελληνικά - ασφάλισης, κλείδωμα, κλειδώματος, μανδαλώσεως, ασφαλίσεως
  • lukko στα ελληνικά - κλειδαριά, κλειδώσετε, κλειδώσει, κλειδώνει, κλειδώστε
Τυχαίες λέξεις
Lukitseminen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλέγμα, ζεύξη, δίχτυ, Κλείδωμα, Ασφάλιση, κλειδώματος, ασφάλισης, Το κλείδωμα