Lyhennelmä στα ελληνικά

Μετάφραση: lyhennelmä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύντμηση, χωνεύω, κάψουλα, συμπύκνωση, σύνοψη, επιτομή, περικοπή, συντόμευση, η σύντμηση
Lyhennelmä στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • luvata στα ελληνικά - διαβεβαιώνω, επικυρώνω, εχέγγυο, υπόσχεση, υπόσχομαι, βεβαιώνω, υπόσχεσή, ...
  • luvaton στα ελληνικά - φυγάς, μη εξουσιοδοτημένη, μη εξουσιοδοτημένης, άνευ αδείας, μη εξουσιοδοτημένα, μη εξουσιοδοτημένων
  • lyhennys στα ελληνικά - ακρώνυμο, συντομογραφία, σύντμηση, των ΗΠΑ συντομογραφία, ΗΠΑ συντομογραφία, συντόμευση
  • lyhentäminen στα ελληνικά - συντόμευση, βράχυνση, σύντμηση, βράχυνσης, μαγειρικού λίπους
Τυχαίες λέξεις
Lyhennelmä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύντμηση, χωνεύω, κάψουλα, συμπύκνωση, σύνοψη, επιτομή, περικοπή, συντόμευση, η σύντμηση