Lyhyt στα ελληνικά

Μετάφραση: lyhyt, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύντομος, ξηρός, λιτός, τραγανιστός, λίγο, λακωνικός, τσουχτερός, μικρός, βραχύλογος, κοντός, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής
Lyhyt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lyhyenläntä στα ελληνικά - shortish
  • lyhyesti στα ελληνικά - κοντολογίς, σύντομα, συντομία, εν συντομία, συνοπτικά, λίγο
  • lyhytaikainen στα ελληνικά - περαστικός, πέρασμα, φυγάς, φυγόδικος, σύντομος, βραχυπρόθεσμος, βραχυπρόθεσμες, ...
  • lyijy στα ελληνικά - μόλυβδος, λουρί, ηγούμαι, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, ...
Τυχαίες λέξεις
Lyhyt στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύντομος, ξηρός, λιτός, τραγανιστός, λίγο, λακωνικός, τσουχτερός, μικρός, βραχύλογος, κοντός, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής