Mökki στα ελληνικά
Μετάφραση: mökki, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπόστεγο, καλύβα, οίκος, εξοχικό σπίτι, παραδοσιακή κατοικία, εξοχικό, cottage, κατοικία
Μεταφράσεις
- möhkäle στα ελληνικά - βώλος, μεγάλο κομμάτι, κομμάτι, χοντρό κομμάτι, παχιού τεμαχίου, το κομμάτι
- möhliä στα ελληνικά - χάνω, κακοτεχνώ, κακοφτιάχνω, μπάλωμα, Αλλοίωση
- mökä στα ελληνικά - ψιττακίζω, σαματάς, οχλοβοή, hullabaloo, φασαρία, τη φασαρία
- mököttää στα ελληνικά - σκυθρωπιάζω, μελαγχολώ, μουτρώνω, σκυθρωπάζω
Τυχαίες λέξεις
Mökki στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπόστεγο, καλύβα, οίκος, εξοχικό σπίτι, παραδοσιακή κατοικία, εξοχικό, cottage, κατοικία
Μεταφράσεις: υπόστεγο, καλύβα, οίκος, εξοχικό σπίτι, παραδοσιακή κατοικία, εξοχικό, cottage, κατοικία