Maat στα ελληνικά

Μετάφραση: maat, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπίτι, ακίνητο, κτήμα, περιουσία, εδάφη, εκτάσεις, γη, εδαφών, Χώρες
Maat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • maasto στα ελληνικά - έδαφος, εδάφους, εδάφη, έδαφους, έκταση
  • maastoutuminen στα ελληνικά - καλύπτω
  • maata στα ελληνικά - κείμαι, ψεύδομαι, ψέμα, βρίσκονται, κείνται, ψέματα, το ψέμα
  • maatalo στα ελληνικά - φάρμα, αγροικία, αγρόκτημα, Homestead, πατρικό, το αγροτικό σπίτι, αγροτικών σπιτιών
Τυχαίες λέξεις
Maat στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπίτι, ακίνητο, κτήμα, περιουσία, εδάφη, εκτάσεις, γη, εδαφών, Χώρες