Menot στα ελληνικά
Μετάφραση: menot, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρέωση, τελετή, δαπάνες, εθιμοτυπία, δαπάνη, δαπανών, τις δαπάνες, δαπάνες που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mennä ohi στα ελληνικά - πέρασμα, πέφτω, στενά, ξεπερνώ, περνώ, υπερακοντίζω, παραδρομή, ...
- meno στα ελληνικά - προχωρώ, δαπάνες, προοδεύω, προκαταβάλλω, πρόοδος, έξοδα, δαπάνη, ...
- mentaliteetti στα ελληνικά - νοοτροπία, ψυχοσύνθεση, νοοτροπίας, τη νοοτροπία, η νοοτροπία, νοοτροπία του
- meren lahti στα ελληνικά - άβυσσος, χάσμα, κόλπος, κόλπο, Κόλπου, του Κόλπου
Τυχαίες λέξεις
Menot στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρέωση, τελετή, δαπάνες, εθιμοτυπία, δαπάνη, δαπανών, τις δαπάνες, δαπάνες που
Μεταφράσεις: χρέωση, τελετή, δαπάνες, εθιμοτυπία, δαπάνη, δαπανών, τις δαπάνες, δαπάνες που