Metri στα ελληνικά
Μετάφραση: metri, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέτρο, μετρητής, μετρητή, μέτρων, μέτρου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- metodi στα ελληνικά - μέθοδος, συνετός, φρόνιμος, σοφός, τρόπος, μέθοδο, μεθόδου, ...
- metodiikka στα ελληνικά - μεθοδολογία, μεθοδολογίας, μέθοδος, μεθοδολογία που, μέθοδο
- metriikka στα ελληνικά - μετρικός, μετρικούς, μετρικό, μετρικών, μετρική
- metro στα ελληνικά - σωλήνας, μετρό, το μετρό, του μετρό, Metro
Τυχαίες λέξεις
Metri στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέτρο, μετρητής, μετρητή, μέτρων, μέτρου
Μεταφράσεις: μέτρο, μετρητής, μετρητή, μέτρων, μέτρου