Naispuolinen στα ελληνικά

Μετάφραση: naispuolinen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θηλυκός, θήλυ, θηλυκό, γυναικεία, θηλυκά
Naispuolinen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • naisellinen στα ελληνικά - θηλυκός, γυναικείος, θηλυκό, θηλυκή, γυναικεία
  • naismainen στα ελληνικά - γυναικοπρεπής, γυναικείο
  • naittaa στα ελληνικά - συνταιριάζω, ταιριάζω, ζευγάρι, αγώνας, σπίρτο, παντρευτούν, παντρευτεί, ...
  • nakertaa στα ελληνικά - τσιπ μακριά, κερκόπορτα για την κατάργηση, πλινθίο μακριά, τσιπ μακριά σε
Τυχαίες λέξεις
Naispuolinen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θηλυκός, θήλυ, θηλυκό, γυναικεία, θηλυκά