Nolo στα ελληνικά
Μετάφραση: nolo, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άβολος, mortified
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- nolla στα ελληνικά - τίποτα, μηδέν, μηδενικό, μηδενική, μηδενικής, μηδενικού
- nollaus στα ελληνικά - επαναφορά, επαναφέρετε, επαναφέρει, να επαναφέρετε, επαναφέρετε τον
- nolottaa στα ελληνικά - ξέσπασμα, αναταραχή, ντρέπεστε, αισθάνονται αμηχανία, αισθάνονται ντροπή, αισθάνονται άσχημα, ντρέπονται
- nominatiivi στα ελληνικά - ονομαστικός, ονομαστική πτώση, ονομαστική, ονομαστικές, ονομαστικά, ονομαστική του
Τυχαίες λέξεις
Nolo στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άβολος, mortified
Μεταφράσεις: άβολος, mortified