Nuorikko στα ελληνικά
Μετάφραση: nuorikko, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοτόπουλο, νύμφη, νύφη, νύφης, τη νύφη, της νύφης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- nuori στα ελληνικά - νέος, νεότητα, μικρός, νεαρός, νεανικός, ανώριμος, νεαρή, ...
- nuori metsä στα ελληνικά - πινέλο, βούρτσα, ρουμάνι, βουρτσίζω, σκούπα, νεαρό, νεαρός, ...
- nuoriso στα ελληνικά - νεότητα, νεαρός, μικρός, νέος, νεολαία, νεολαίας, της νεολαίας, ...
- nuorisorikollinen στα ελληνικά - εγκληματίας, νεανική, νεανικής, ιχθυδίων, παραβατικότητας, ανήλικων
Τυχαίες λέξεις
Nuorikko στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοτόπουλο, νύμφη, νύφη, νύφης, τη νύφη, της νύφης
Μεταφράσεις: κοτόπουλο, νύμφη, νύφη, νύφης, τη νύφη, της νύφης