Ominainen στα ελληνικά

Μετάφραση: ominainen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεχωριστός, χαρακτηριστικός, τυπικός, χαρακτηριστικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστική, χαρακτηριστικά
Ominainen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • omatunto στα ελληνικά - συνείδηση, συνείδησης, συνείδησή, της συνείδησης, συνειδήσεως
  • omena στα ελληνικά - μήλο, μήλου, της Apple, μήλων, η Apple
  • ominaispiirre στα ελληνικά - χαρακτηριστικός, χαρακτηριστικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστική, χαρακτηριστικά
  • ominaisuus στα ελληνικά - κτήμα, περιουσία, γνώρισμα, διάσταση, ιδιότητα, σπίτι, ακίνητο, ...
Τυχαίες λέξεις
Ominainen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεχωριστός, χαρακτηριστικός, τυπικός, χαρακτηριστικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστική, χαρακτηριστικά