Originaalinen στα ελληνικά
Μετάφραση: originaalinen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γνήσιος, πρωτότυπος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ori στα ελληνικά - καρφί, ολόκληρος, ιπποτροφείο, κουμπί, επιβήτορας, επιβήτορα, επιβήτωρ, ...
- originaali στα ελληνικά - μετρ, πρωτότυπος, γνήσιος, δεξιοτέχνης, κύριος, αφέντης, πρωτότυπο, ...
- origo στα ελληνικά - προέλευση, η προέλευση, η καταγωγή, την προέλευση, την καταγωγή, της καταγωγής
- orivarsa στα ελληνικά - πουλάρι, Colt, το πουλάρι, η Colt, την Colt
Τυχαίες λέξεις
Originaalinen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γνήσιος, πρωτότυπος
Μεταφράσεις: γνήσιος, πρωτότυπος