Osto στα ελληνικά

Μετάφραση: osto, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγοράζω, αγορά, αγοράς, την αγορά, αγορές, αγορών
Osto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ostaa στα ελληνικά - αγοράζω, αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράσουν
  • ostaja στα ελληνικά - αγοραστής, αγοραστή, του αγοραστή, αγοραστική, αγοραστών
  • ostokset στα ελληνικά - ψώνια, εμπορικό, Shopping, εμπορική, εμπορικά
  • ostomies στα ελληνικά - αγοραστής, ορθοτομίες, ΣΤΟΜΙΕΣ
Τυχαίες λέξεις
Osto στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγοράζω, αγορά, αγοράς, την αγορά, αγορές, αγορών