Päättymätön στα ελληνικά

Μετάφραση: päättymätön, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδιάκοπος, συνεχής, ατέλειωτος, ατέλειωτη, ατελείωτη, ατέρμονη, ατελείωτο
Päättymätön στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • päättyminen στα ελληνικά - τερματισμός, λήξη, τερματισμού, τερματισμό, καταγγελία
  • päättymisaika στα ελληνικά - τέλος, άκρο, τέλη, σκοπό, λήξη
  • päättyä στα ελληνικά - συμπεραίνω, συμπεραίνομαι, καταλήγω, περατώνω, τελειώνω, τέλος, παύω, ...
  • päättäjä στα ελληνικά - χάραξης πολιτικής, ιθύνοντες χάραξης πολιτικής, χαράζουν πολιτική, που χαράζουν πολιτική, χαράσσουν την πολιτική
Τυχαίες λέξεις
Päättymätön στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδιάκοπος, συνεχής, ατέλειωτος, ατέλειωτη, ατελείωτη, ατέρμονη, ατελείωτο