Päivystysvuoro στα ελληνικά

Μετάφραση: päivystysvuoro, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δασμοί, καθήκον, με, με το, με την, με τις, με τα
Päivystysvuoro στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • päivyri στα ελληνικά - ημερολόγιο, ημερολογιακό, ημερολογιακού, ημερολογίου, ημερολογιακών
  • päivystys στα ελληνικά - ρουσφέτι, υπηρεσία, δασμοί, καθήκον, εξυπηρέτηση, σέρβις, δασμός, ...
  • päivystää στα ελληνικά - υπηρετώ, είναι, να είναι, να, ήταν
  • päivä στα ελληνικά - χουρμάς, μέρα, ημερομηνία, ημέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών
Τυχαίες λέξεις
Päivystysvuoro στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δασμοί, καθήκον, με, με το, με την, με τις, με τα