Pätevä στα ελληνικά
Μετάφραση: pätevä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανός, εκλόγιμος, εκλέξιμος, κατάλληλος, άξιος, ισχύων, έγκυρος, ισχύει, έγκυρη, έγκυρο, έγκυρες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pätemätön στα ελληνικά - ανίκανος, άκυρος, άκυρη, άκυρο, άκυρα, μη έγκυρη
- pätevyys στα ελληνικά - αρμοδιότητα, επάρκεια, ισχύς, κύρος, ικανότητα, προσόν, Αξιολόγηση, ...
- pätkivä στα ελληνικά - τραύλισμα, τραυλισμού, stuttering, τραυλισμός, τραυλισμό
- pätkä στα ελληνικά - τέλος, κουτουλώ, τελειώνω, κούτσουρο, Shorty, κοντούτσικος, Το Shorty, ...
Τυχαίες λέξεις
Pätevä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανός, εκλόγιμος, εκλέξιμος, κατάλληλος, άξιος, ισχύων, έγκυρος, ισχύει, έγκυρη, έγκυρο, έγκυρες
Μεταφράσεις: ικανός, εκλόγιμος, εκλέξιμος, κατάλληλος, άξιος, ισχύων, έγκυρος, ισχύει, έγκυρη, έγκυρο, έγκυρες