Par στα ελληνικά

Μετάφραση: par, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισότητα, ισοτιμία, άρτιο, παρ, ονομαστικής, ονομαστική
Par στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • papu στα ελληνικά - φασόλι, φασόλια, φασολιών, φασολιού, σόγιας
  • papukaija στα ελληνικά - παπαγάλος, παπαγάλο, παπαγάλων, παπαγάλου, τον παπαγάλο
  • paraabeli στα ελληνικά - παραβολή, παραβολής, παραβολών, της παραβολής, παραβολής που
  • paraati στα ελληνικά - παρέλαση, παρέλασης, παρελαύνουν, την παρέλαση, παρελάσουν
Τυχαίες λέξεις
Par στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισότητα, ισοτιμία, άρτιο, παρ, ονομαστικής, ονομαστική