Penkka στα ελληνικά

Μετάφραση: penkka, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όχθη, ανάχωμα, τράπεζα
Penkka στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pelätä στα ελληνικά - φόβος, φοβάμαι, φοβάστε, να φοβόμαστε, να φοβάται, είστε φοβισμένος
  • peninkulma στα ελληνικά - μίλι, μιλίων, μίλια, χλμ, χιλιόμετρο
  • penkki στα ελληνικά - πάγκος, παγκάκι, εγκαθίσταμαι, κανονίζω, έδρα, καναπές, έδρανο, ...
  • penkkirivi στα ελληνικά - βαθμίδας, βαθμίδα, tier, πρώτης βαθμίδας, δεύτερης βαθμίδας
Τυχαίες λέξεις
Penkka στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όχθη, ανάχωμα, τράπεζα