Penkka στα ελληνικά
Μετάφραση: penkka, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όχθη, ανάχωμα, τράπεζα
![Penkka στα ελληνικά Penkka στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-fi-gr-8670.png)
Μεταφράσεις
- pelätä στα ελληνικά - φόβος, φοβάμαι, φοβάστε, να φοβόμαστε, να φοβάται, είστε φοβισμένος
- peninkulma στα ελληνικά - μίλι, μιλίων, μίλια, χλμ, χιλιόμετρο
- penkki στα ελληνικά - πάγκος, παγκάκι, εγκαθίσταμαι, κανονίζω, έδρα, καναπές, έδρανο, ...
- penkkirivi στα ελληνικά - βαθμίδας, βαθμίδα, tier, πρώτης βαθμίδας, δεύτερης βαθμίδας
Τυχαίες λέξεις
Penkka στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όχθη, ανάχωμα, τράπεζα
Μεταφράσεις: όχθη, ανάχωμα, τράπεζα