Λέξη: τροχοδρομώ
Σχετικές λέξεις: τροχοδρομώ
τροχοδρομώ ή τροχιοδρομώ
Συνώνυμα: τροχοδρομώ
παγοδρομώ
Μεταφράσεις: τροχοδρομώ
τροχοδρομώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
taxi, skate
τροχοδρομώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
taxi, patín, del patín, de skate, patinar, patinaje
τροχοδρομώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
taxi, schlittschuh, Skate, Rollschuh
τροχοδρομώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
taxi, patin, Patinage, Skate, de Patinage, raie
τροχοδρομώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
taxi, tassì, pattinare, Skate, pattino, del pattino, razza
τροχοδρομώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
táxi, tributar, imposto, taxar, patim, skate, do patim, de skate, patim de
τροχοδρομώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
taxi, schaats, schaatsen, vleet, Skate, de Vleet
τροχοδρομώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
таксомотор, подруливать, рулить, такси, кататься на коньках, скейт, коньках, конька, конек
τροχοδρομώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
drosje, skate, skøyte, skøyta
τροχοδρομώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
taxi, skridsko, Skate, skridskon
τροχοδρομώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taksi, luistella, skate, luistimen, rauskun, luistin
τροχοδρομώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
taxa, taxi, Skate, skøjte, drøm, skøjten, rokke
τροχοδρομώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
taxík, brusle, bruslí, skate, skatepark, Bruslařská
τροχοδρομώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
taksówka, dorożka, kołowanie, łyżwa, deski, w skate, łyżwy, stylu skate
τροχοδρομώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
autótaxi, korcsolya, korcsolyázik, rája, skate, deszkás
τροχοδρομώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
taksi, paten, skate, pateni, kaykay, kaymak
τροχοδρομώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
таксі, кататися, качатися, кататись
τροχοδρομώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
taksi, patinazh, Skate, rrota, me rrota, rrota e
τροχοδρομώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
такси, скат, кънка, скейт, кънки, караш
τροχοδρομώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
катацца
τροχοδρομώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rulluisk, skate, rai, rula
τροχοδρομώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
taksi, auto-taksi, klizati, Skate, klizaljka, koturaljka, klizati se
τροχοδρομώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skata
τροχοδρομώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
taksi, raja, ratukinės pačiūžos, nevidonas, nenaudėlis, pačiūža
τροχοδρομώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
taksometrs, slidot, Skate, raja, slidu, skrituļdēļiem
τροχοδρομώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скејт, кранта, познањскиот скејт
τροχοδρομώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
taxi, patine, patina, vulpea, de skate
τροχοδρομώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
taksi, skate, Prosto technika, Roler, raža, raže
τροχοδρομώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
taxík, taxi, korčule, vybavenie
Τυχαίες λέξεις