Perkele στα ελληνικά

Μετάφραση: perkele, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάβολος, Devil, διαβόλου, Διάβολο, διαβόλων
Perkele στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • periä στα ελληνικά - απαιτώ, χρειάζομαι, παίρνω, ζήτηση, ζητώ, κληρονομώ, αποκτώ, ...
  • perkaus στα ελληνικά - καθάρισμα, εκκαθάριση, ξέφωτο, καθαρισμός, καθαρισμού, καθαρισμό, τον καθαρισμό
  • perkeleellinen στα ελληνικά - διαβολικός, σατανικός, μόρτικος, διαβολική, διαβολικό
  • permanto στα ελληνικά - παρτέρι, παρτέρι στον, πλατεία θέατρου
Τυχαίες λέξεις
Perkele στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάβολος, Devil, διαβόλου, Διάβολο, διαβόλων