Poliisi στα ελληνικά
Μετάφραση: poliisi, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αστυνόμος, αστυφύλακας, αστυνομεύω, αστυνομία, νόμος, αστυνομίας, αστυνομικής, αστυνομική, της αστυνομίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pokka στα ελληνικά - καρδιά, νεύρο, θάρρος, χαρτόδετα, χαρτόδετα βιβλία, paperbacks, βιβλία τσέπης, ...
- polemiikki στα ελληνικά - αμφισβήτηση, διαμάχη, αντιπαράθεση, διαμάχης, αντιπαραθέσεις
- poliisikonstaapeli στα ελληνικά - αστυφύλακας, Constable, Αστυφύλακα, κοντόσταυλου, Κόνσταμπλ
- poliisimies στα ελληνικά - αστυνομικός, αστυνομικό, αστυνομικού, αστυνόμος, χωροφύλακα
Τυχαίες λέξεις
Poliisi στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αστυνόμος, αστυφύλακας, αστυνομεύω, αστυνομία, νόμος, αστυνομίας, αστυνομικής, αστυνομική, της αστυνομίας
Μεταφράσεις: αστυνόμος, αστυφύλακας, αστυνομεύω, αστυνομία, νόμος, αστυνομίας, αστυνομικής, αστυνομική, της αστυνομίας