Pukki στα ελληνικά
Μετάφραση: pukki, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμβολίζω, άλογο, κριάρι, αίξ, buck, το buck, δολάριο, υποβιβασμού
Μεταφράσεις
- pukineet στα ελληνικά - ρούχα, ρουχισμός, ενδύματα, ενδυμάτων, τα ενδύματα, ενδύματα που
- pukkaus στα ελληνικά - κεφαλιά, επικεφαλίδα, κεφαλίδα, header, μπάλα, απομακρύνοντας τη μπάλα
- puku στα ελληνικά - εξοπλισμός, φόρεμα, χιτώνας, ντύνω, ενδυμασία, ρόμπα, τήβεννος, ...
- pula στα ελληνικά - συνωστισμός, λιμός, δίλημμα, αμηχανία, ακαταστασία, υστέρημα, ξηρασία, ...
Τυχαίες λέξεις
Pukki στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμβολίζω, άλογο, κριάρι, αίξ, buck, το buck, δολάριο, υποβιβασμού
Μεταφράσεις: εμβολίζω, άλογο, κριάρι, αίξ, buck, το buck, δολάριο, υποβιβασμού