Puoli στα ελληνικά

Μετάφραση: puoli, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξάρτημα, μεριά, θωριά, μερίδιο, μισός, μερίδα, όψη, πλευρά, ιδιότητα, αποδίδω, χωρίζω, συστατικός, άποψη, ήμισυ, μισό, εξάμηνο, το ήμισυ, μισή
Puoli στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • puolestaan στα ελληνικά - επομένως, συνεπώς, με τη σειρά του, με τη σειρά της, με τη σειρά τους, με τη σειρά, τη σειρά
  • puolestapuhuja στα ελληνικά - συνήγορος, εισαγγελέα, εισαγγελέας, υπέρμαχος, υποστηρικτής
  • puolikas στα ελληνικά - μισός, ήμισυ, μισό, εξάμηνο, το ήμισυ, μισή
  • puolipallo στα ελληνικά - ημισφαίριο, ημισφαιρικό, ημισφαιρική, ημισφαιρικού, ημισφαιρικής, ημισφαιρικές
Τυχαίες λέξεις
Puoli στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξάρτημα, μεριά, θωριά, μερίδιο, μισός, μερίδα, όψη, πλευρά, ιδιότητα, αποδίδω, χωρίζω, συστατικός, άποψη, ήμισυ, μισό, εξάμηνο, το ήμισυ, μισή