Puut στα ελληνικά

Μετάφραση: puut, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξυλεία, ξύλο, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο
Puut στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • puuska στα ελληνικά - φύσημα, ριπή, ριπή Ανέμου, ριπή Ανέμου που, ριπή Ανέμου που έχει
  • puuskittainen στα ελληνικά - σπασμωδικός, σπασμωδικές, σπασμωδική, σπασμωδικό, σπαστικό
  • puutarha στα ελληνικά - κήπος, κήπο, κήπου, στον κήπο, τον κήπο
  • puutarhuri στα ελληνικά - κηπουρός, κηπουρό, κηπουρού, κηπουρό που
Τυχαίες λέξεις
Puut στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξυλεία, ξύλο, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο