Pyhäkkö στα ελληνικά
Μετάφραση: pyhäkkö, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λάρνακα, παρεκκλήσι, καταφύγιο, βωμός, λειψανοθήκη, ναός, ιερό, ιερού
Μεταφράσεις
- pyhä στα ελληνικά - άγιος, πανάγιος, ιερός, όσιος, άγια, ιερό, ιερά, ...
- pyhäinjäännös στα ελληνικά - υπόλειμμα, λείψανο, λείψανα, κατάλοιπο, κειμήλιο, απομεινάρι
- pyhättö στα ελληνικά - λάρνακα, παρεκκλήσι, καταφύγιο, ιερό, ιερού, αγιαστήριο, άδυτο
- pykälä στα ελληνικά - παράγραφος, βαθουλώνω, πτυχίο, τομή, βηματίζω, τμήμα, ρήτρα, ...
Τυχαίες λέξεις
Pyhäkkö στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λάρνακα, παρεκκλήσι, καταφύγιο, βωμός, λειψανοθήκη, ναός, ιερό, ιερού
Μεταφράσεις: λάρνακα, παρεκκλήσι, καταφύγιο, βωμός, λειψανοθήκη, ναός, ιερό, ιερού