Pyssy στα ελληνικά
Μετάφραση: pyssy, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καραμπίνα, πιστόλι, όπλο, τουφέκι, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pyrstö στα ελληνικά - ουρά, ουράς, της ουράς, την ουρά, πίσω
- pyrstötähti στα ελληνικά - κομήτης, κομήτη, κομητών, comet, κομήτη που
- pyssymies στα ελληνικά - ληστής, γκάγκστερ, αφέτη, ένοπλος, δράστης
- pyssynpiippu στα ελληνικά - βαρέλι, υπό την απειλή όπλου, με την απειλή όπλου, την απειλή όπλου, απειλή όπλου, gunpoint
Τυχαίες λέξεις
Pyssy στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καραμπίνα, πιστόλι, όπλο, τουφέκι, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού
Μεταφράσεις: καραμπίνα, πιστόλι, όπλο, τουφέκι, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού