Röyhkeä στα ελληνικά
Μετάφραση: röyhkeä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δροσερός, ζωντανός, ασύστολος, αναιδής, υπεροπτικός, νωπός, ξετσίπωτος, φρέσκος, υπερόπτης, ιταμός, αλαζόνας, αλαζονικός, θρασύς, αναιδή, ψιλοκρεμαστό, αναιδές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- asuminen στα ελληνικά - στέγαση, στεγαστικός, κατοικία, διαμονή, διαμονής, κατοικίας, παραμονής
- auki στα ελληνικά - ανοιχτός, εγκαινιάζω, ανοίγω, διαβατός, ανοικτός, μέτριος, ανοιχτό, ...
- havainnoiminen στα ελληνικά - ανίχνευση, ανίχνευση της, ανίχνευση των, ανίχνευση του, Η ανίχνευση των
- kiitollisuus στα ελληνικά - ευγνωμοσύνη, την ευγνωμοσύνη, ευγνωμοσύνης, ευχαριστίες, τις ευχαριστίες
Τυχαίες λέξεις
Röyhkeä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δροσερός, ζωντανός, ασύστολος, αναιδής, υπεροπτικός, νωπός, ξετσίπωτος, φρέσκος, υπερόπτης, ιταμός, αλαζόνας, αλαζονικός, θρασύς, αναιδή, ψιλοκρεμαστό, αναιδές
Μεταφράσεις: δροσερός, ζωντανός, ασύστολος, αναιδής, υπεροπτικός, νωπός, ξετσίπωτος, φρέσκος, υπερόπτης, ιταμός, αλαζόνας, αλαζονικός, θρασύς, αναιδή, ψιλοκρεμαστό, αναιδές