Ravinto στα ελληνικά

Μετάφραση: ravinto, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βοήθεια, κατακρατώ, θρέψη, απασχόληση, κρατώ, φαγητό, στήριγμα, εξακολουθώ, τροφή, υποστήριγμα, συμπαράσταση, διατροφή, διατροφής, διατροφή των
Ravinto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ainainen στα ελληνικά - μόνιμος, παντοτινός, διαρκείας, ενδελεχής, σταθερός, αδιάκοπος, συνεχής, ...
  • hohtava στα ελληνικά - λαμπερός, λαμπερά, λαμπερό, γυαλιστερό, γυαλιστερά
  • kykenevyys στα ελληνικά - ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητας, την ικανότητα, δυνατοτήτων
  • marmoroida στα ελληνικά - μάρμαρο, μαρμάρινος
Τυχαίες λέξεις
Ravinto στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βοήθεια, κατακρατώ, θρέψη, απασχόληση, κρατώ, φαγητό, στήριγμα, εξακολουθώ, τροφή, υποστήριγμα, συμπαράσταση, διατροφή, διατροφής, διατροφή των