Απασχόληση στα φινλανδικά
Μετάφραση: απασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harrastus, ajanviete, elättäminen, elämä, elanto, elinkeino, toimeentulo, viihdyke, ravinto, työllisyys, työllisyyden, työllisyyttä, työllisyyteen, työpaikkojen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απασχόληση
απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση παιδιών, απασχόληση αλλοδαπού, απασχόληση δικηγόρων με έμμισθη εντολή στις ανεξάρτητες αρχές, απασχόληση λεξικό γλώσσας φινλανδικά, απασχόληση στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- απασχολημένος στα φινλανδικά - toimelias, vireä, touhukas, työteliäs, ahkera, kiireinen, varattu, ...
- απασχολώ στα φινλανδικά - syventyä, uppoutua, kiireinen, varattu, kiireisen, kiireisiä, busy
- απατεώνας στα φινλανδικά - mutka, konna, kaarre, roisto, lurjus, kurvi, voro, ...
- απατηλός στα φινλανδικά - katala, erehdyttävä, kavala, petollinen, luihu, pettävä, harhaanjohtava, ...
Τυχαίες λέξεις
Απασχόληση στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: harrastus, ajanviete, elättäminen, elämä, elanto, elinkeino, toimeentulo, viihdyke, ravinto, työllisyys, työllisyyden, työllisyyttä, työllisyyteen, työpaikkojen
Μεταφράσεις: harrastus, ajanviete, elättäminen, elämä, elanto, elinkeino, toimeentulo, viihdyke, ravinto, työllisyys, työllisyyden, työllisyyttä, työllisyyteen, työpaikkojen