Säkki στα ελληνικά
Μετάφραση: säkki, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπείρα, πλήθος, σμήνος, σμάρι, συμμορία, σκάκι, σκακιού, το σκάκι, του σκακιού, chess
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- erittäminen στα ελληνικά - έκκριση, έκκρισης, την έκκριση, εκκρίσεως, της έκκρισης
- ikääntynyt στα ελληνικά - ηλικίας, ηλικιωμένος, ετών, ηλικιωμένων, ηλικία
- juonittelu στα ελληνικά - ραδιουργία, δολοπλοκία, μηχανορραφία, σκευωρία
- perustella στα ελληνικά - δικαιολογώ, δικαιώνω, παρακινώ, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Säkki στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπείρα, πλήθος, σμήνος, σμάρι, συμμορία, σκάκι, σκακιού, το σκάκι, του σκακιού, chess
Μεταφράσεις: σπείρα, πλήθος, σμήνος, σμάρι, συμμορία, σκάκι, σκακιού, το σκάκι, του σκακιού, chess