Samanaikaisesti στα ελληνικά

Μετάφραση: samanaikaisesti, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταυτόχρονα, συγχρόνως, ταυτοχρόνως, ταυτόχρονη, παράλληλα
Samanaikaisesti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kuvauksellinen στα ελληνικά - φωτογραφικός, γραφικός, γραφικό, γραφική, γραφικά, γραφικές
  • mihin στα ελληνικά - τι, όπου, όταν, εφόσον, που
  • myöntyä στα ελληνικά - εντρυφώ, συμφωνώ, συγκατάθεση, συναίνεση, συγκατάθεσή, τη συγκατάθεσή, συγκατάθεσης
  • poraus στα ελληνικά - βυθομέτρηση, βαρετός, γεώτρηση, γεώτρησης, γεωτρήσεων, διάτρησης, διάτρηση
Τυχαίες λέξεις
Samanaikaisesti στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταυτόχρονα, συγχρόνως, ταυτοχρόνως, ταυτόχρονη, παράλληλα