Seuraten στα ελληνικά

Μετάφραση: seuraten, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακολουθία, οπαδοί, παρακολούθηση, εξής, Μετά, Μετά από, Μετά την, Ακολουθώντας
Seuraten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kuluma στα ελληνικά - απόξεση, φθορά, τριβή, αμυχή, φοράτε, Φορέστε, Να φοράτε, ...
  • lanseerata στα ελληνικά - εκτόξευση, έναρξη, εκτόξευσης, δρομολόγηση, λανσάρισμα
  • oppipoika στα ελληνικά - δόκιμος, τσιράκι, μαθητευόμενος, μαθητευόμενο, μαθητευόμενου, μαθητείας
  • porvari στα ελληνικά - αστός, αστική, αστικής, αστικό, αστικού
Τυχαίες λέξεις
Seuraten στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακολουθία, οπαδοί, παρακολούθηση, εξής, Μετά, Μετά από, Μετά την, Ακολουθώντας