Suurin στα ελληνικά
Μετάφραση: suurin, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλέον, σημαντικός, ταγματάρχης, μείζων, μεγάλες, σημαντική, σημαντικές, μεγάλων
Μεταφράσεις
- iljetä στα ελληνικά - αηδιασμένος, αηδία
- majapaikka στα ελληνικά - στεγαστικός, στέγαση, κατάλυμα, κατάθεση, υποβολή, διατροφής, καταλύματος
- petollisuus στα ελληνικά - δόλος, απάτη, προδοσία, προδοσίας, την προδοσία, της προδοσίας, δολιότητα
- pääsy στα ελληνικά - πρόσβαση, προσπέλαση, πρόσβασης, την πρόσβαση, πρόσβαση στο, η πρόσβαση
Τυχαίες λέξεις
Suurin στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλέον, σημαντικός, ταγματάρχης, μείζων, μεγάλες, σημαντική, σημαντικές, μεγάλων
Μεταφράσεις: πλέον, σημαντικός, ταγματάρχης, μείζων, μεγάλες, σημαντική, σημαντικές, μεγάλων