Törkeä στα ελληνικά

Μετάφραση: törkeä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλάμα, χονδροειδής, βρώμικος, αισχρός, τάφος, βαθμολογώ, βαθμίδα, βαθμός, ακάθαρτος, πρόστυχος, ακαθάριστος, αγροίκος, ολοφάνερος, θλιβερός, χοντρός, εμφανής, ακαθάριστο, ακαθάριστα, ακαθάριστη, ακαθάριστου, ακαθάριστων
Törkeä στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hana στα ελληνικά - παρακεντώ, βρύση, κόκορας, πετεινός, κρουνός, καβλί, κόκορα, ...
  • kruununvouti στα ελληνικά - δικαστικός κλητήρας, δικαστικού επιμελητή, Δικαστικός επιμελητής, Πρωτοκολλητή, Bailiff
  • kuuliainen στα ελληνικά - πιστός, πειθήνιος, υπάκουος, υπάκουα, ευσυνείδητους, στους ευσυνείδητους, φιλότιμα
  • maltti στα ελληνικά - αποχή, υπομονή, μακροθυμία, καρτερία, ετοιμότητα πνεύματος, ψυχραιμία, παρουσία του νου, ...
Τυχαίες λέξεις
Törkeä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλάμα, χονδροειδής, βρώμικος, αισχρός, τάφος, βαθμολογώ, βαθμίδα, βαθμός, ακάθαρτος, πρόστυχος, ακαθάριστος, αγροίκος, ολοφάνερος, θλιβερός, χοντρός, εμφανής, ακαθάριστο, ακαθάριστα, ακαθάριστη, ακαθάριστου, ακαθάριστων