Töykeä στα ελληνικά
Μετάφραση: töykeä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοφτός, αγροίκος, αγενής, αγενές, αγενείς, αγενή, αγένεια
Μεταφράσεις
- haarakonttori στα ελληνικά - όπλο, υποκατάστημα, χέρι, μπράτσο, κλαδί, κλάδος, υποκαταστήματος, ...
- kilpailla στα ελληνικά - αντίζηλος, πασχίζω, μιμούμαι, αντίπαλος, τζόκεϊ, ράτσα, παραβγαίνω, ...
- metsätalous στα ελληνικά - δασοκομία, δασολογία, Δασών, Δασικές, Δασοκομίας, Δασικών
- muukalainen στα ελληνικά - εξωγήινος, αλλοδαπός, ξένος, ξένο, άγνωστο, ξένη, άγνωστος
Τυχαίες λέξεις
Töykeä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοφτός, αγροίκος, αγενής, αγενές, αγενείς, αγενή, αγένεια
Μεταφράσεις: κοφτός, αγροίκος, αγενής, αγενές, αγενείς, αγενή, αγένεια