Toimiva στα ελληνικά

Μετάφραση: toimiva, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακμαίος, ενεργός, λειτουργικός, εργαζόμενος, τρέξιμο, δραστήριος, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Toimiva στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alkeellinen στα ελληνικά - πρωτόγονος, αρχέγονος, πρωταρχικός, ωμός, πρώτος, ακατέργαστος, αγενής, ...
  • avomielisyys στα ελληνικά - ειλικρίνεια, ανοίγματος, το άνοιγμα, τη διαφάνεια, ανοικτό χαρακτήρα
  • jatkumo στα ελληνικά - συνεχές, συνεχούς, συνέχεια, συνέχειας, συνεχής
  • liaton στα ελληνικά - στείρος, καθαρίζω, καθαρός, άγονος, χωρίς ακαθαρσίες, της απουσίας ακαθαρσιών, της απουσίας ακαθαρσιών στα, ...
Τυχαίες λέξεις
Toimiva στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακμαίος, ενεργός, λειτουργικός, εργαζόμενος, τρέξιμο, δραστήριος, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται