Tori στα ελληνικά

Μετάφραση: tori, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά
Tori στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • heikentää στα ελληνικά - κλαδεύω, αποδυναμώνομαι, υποσκάπτω, συρρικνώνομαι, καταβάλλω, αποδυναμώνω, κομψός, ...
  • itsenäinen στα ελληνικά - ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες
  • lohduttaminen στα ελληνικά - παρηγοριά, παρηγορώ, παρήγορο, ανακουφίζοντας, παρηγορητικό, ανακουφιστικό, παρηγορητικά
  • mustasukkainen στα ελληνικά - ζηλιάρης, ζηλότυπος, ζηλεύει, ζηλέψει, ζηλεύουν
Τυχαίες λέξεις
Tori στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά