Työntää στα ελληνικά

Μετάφραση: työntää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βία, δύναμη, εξαναγκάζω, σπρώχνω, σπρώξιμο, ώθηση, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης
Työntää στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kaitsija στα ελληνικά - τρυφερός, μαλακός, καβαλιέρος, κηδεμόνας, ακόλουθος, συνοδός, συνοδεύω, ...
  • kohtuuttomasti στα ελληνικά - αδικαιολόγητα, υπερβολικά, παράλογα, αδικαιολογήτως, χωρίς εύλογη αιτία
  • laiska στα ελληνικά - δυσκίνητος, μαλθακός, τεμπέλης, μαχμουρλής, αργόσχολος, νωχελής, άτονος, ...
  • liuska στα ελληνικά - στρώμα, σεντόνι, σελίδα, κομμάτι, λωρίδα, ταινία, ταινίας, ...
Τυχαίες λέξεις
Työntää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βία, δύναμη, εξαναγκάζω, σπρώχνω, σπρώξιμο, ώθηση, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης