Tykö στα ελληνικά
Μετάφραση: tykö, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προς, σε, πατέρες, πατέρων, οι πατέρες, πατέρα, τους πατέρες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- eristyneisyys στα ελληνικά - απομόνωση, Ιδιωτικός, μοναξιά
- menetelmä στα ελληνικά - μέθοδος, μέθοδο, μεθόδου, μέθοδο που, τη μέθοδο
- neito στα ελληνικά - παρθένος, κόρη, παρθενικός, παρθενική, παρθενικό, την παρθενική
- puolustaa στα ελληνικά - προστατεύω, αμύνομαι, υπερασπίζομαι, υπερασπίζω, δικαιώνω, δικαιολογώ, συγχωρώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Tykö στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προς, σε, πατέρες, πατέρων, οι πατέρες, πατέρα, τους πατέρες
Μεταφράσεις: προς, σε, πατέρες, πατέρων, οι πατέρες, πατέρα, τους πατέρες