Tylsä στα ελληνικά
Μετάφραση: tylsä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απότομος, μονοκόμματος, ασήμαντος, ανιαρός, αμβλύς, πληκτικός, χαζός, βαρετό, βαρετή, βαρετά, τρυπώντας, βαρετές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- epäolennainen στα ελληνικά - άσχετος, ασκεί επιρροή, άσχετο, άνευ σημασίας, άσχετη
- johdattaa στα ελληνικά - ξεναγώ, διεξάγω, φέρσιμο, αγορά, μοιράζω, διαγωγή, συμπεριφορά, ...
- kovakuoriaiset στα ελληνικά - σκαθάρι, Σκαθάρια, τα σκαθάρια, κάνθαροι, Beetles, Σκαραβαίων
- lisäpaino στα ελληνικά - επιπλέον βάρος, πρόσθετο βάρος, το επιπλέον βάρος, το πρόσθετο βάρος, πρόσθετου βάρους
Τυχαίες λέξεις
Tylsä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απότομος, μονοκόμματος, ασήμαντος, ανιαρός, αμβλύς, πληκτικός, χαζός, βαρετό, βαρετή, βαρετά, τρυπώντας, βαρετές
Μεταφράσεις: απότομος, μονοκόμματος, ασήμαντος, ανιαρός, αμβλύς, πληκτικός, χαζός, βαρετό, βαρετή, βαρετά, τρυπώντας, βαρετές