Tyly στα ελληνικά
Μετάφραση: tyly, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απότομος, λιτός, στυγνός, εσπευσμένος, αφιλόξενος, βιαστικός, λακωνικός, μονοκόμματος, αμβλύς, κοφτός, αγροίκος, τραχύς, ανηλεής, αγενής, απάνθρωπος, βραχύλογος, κατσούφης, οργίλος, δύστροπο, στριμμένος, κατσούφηδες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hanko στα ελληνικά - δίκρανο, Δικρανιά, pitchfork, Δικρανιά για, δικράνι
- juopottelu στα ελληνικά - πόσιμο, πόσιμου, το πόσιμο, του πόσιμου, πίνοντας
- parka στα ελληνικά - πενιχρός, καημένος, φτωχός, κακή, φτωχών, φτωχούς, φτωχές
- pätevä στα ελληνικά - ικανός, εκλόγιμος, εκλέξιμος, κατάλληλος, άξιος, ισχύων, έγκυρος, ...
Τυχαίες λέξεις
Tyly στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απότομος, λιτός, στυγνός, εσπευσμένος, αφιλόξενος, βιαστικός, λακωνικός, μονοκόμματος, αμβλύς, κοφτός, αγροίκος, τραχύς, ανηλεής, αγενής, απάνθρωπος, βραχύλογος, κατσούφης, οργίλος, δύστροπο, στριμμένος, κατσούφηδες
Μεταφράσεις: απότομος, λιτός, στυγνός, εσπευσμένος, αφιλόξενος, βιαστικός, λακωνικός, μονοκόμματος, αμβλύς, κοφτός, αγροίκος, τραχύς, ανηλεής, αγενής, απάνθρωπος, βραχύλογος, κατσούφης, οργίλος, δύστροπο, στριμμένος, κατσούφηδες